- σπερματσέτο
- τοβλ. σπαρματσέτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπερματσέτο — το, Ν βλ. σπαρματσέτο … Dictionary of Greek
άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… … Dictionary of Greek
σπαρματσέτο — και σπερματσέτο, το, Ν 1. το κητόσπερμα, λιπαρή ύλη που βρίσκεται στις εγκεφαλικές κοιλότητες μερικών κητών 2. κερί από κητόσπερμα ή από άλλες ουσίες, εκτός τού κεριού τής μέλισσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. spermaceti < λατ. sperma… … Dictionary of Greek
Φυσητηρίδες — (Physeteridae). Οικογένεια θηλαστικών ζώων της τάξης των κητωδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, που διακρίνονται για το υπερβολικά μεγάλο κεφάλι, το οποίο αποτελεί το 1/3 ολόκληρου του σώματος. Μόνο το κάτω σαγόνι τους έχει δόντια, γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
σπαρματσέτο — σπαρματσέτο, το και σπερματσέτο, το (λ. ιταλ.), κερί από λίπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)